ανισοπέδωτος

ανισοπέδωτος
-η, -ο
(για τόπους) αυτός που δέν έχει ή δεν μπορεί να ισοπεδωθεί, ανώμαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανισοπέδωτος — η, ο αυτός που δεν ισοπεδώθηκε: Ο χώρος γύρω από την εκκλησία είναι ανισοπέδωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεδάφιστος — ἀνεδάφιστος, ον (Α) ανισοπέδωτος, μη ισοπεδωμένος …   Dictionary of Greek

  • άστρωτος — η, ο 1. εκείνος πάνω στον οποίο δε στρώθηκε κάτι: Τα δωμάτια τα είχαν ακόμη άστρωτα, γιατί είχαν δώσει τα χαλιά για καθάρισμα. 2. ανισοπέδωτος: Ο δρόμος ήταν άστρωτος κι οι μπουλντόζες δούλευαν για να τον στρώσουν. 3. ατακτοποίητος: Τα κρεβάτια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”